- προβιότης
- -ητος, ἡ, Απροβιοτή*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βιότης «ζωή, βίος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβιοτῆς — προβιοτή previous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)